καταδηνύω

καταδηνύω
καταδηνύω και καταδήω (Α)
δένω με μαγικούς δεσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε -(ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα-δίδημι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταδήω — (Α) βλ. καταδηνύω …   Dictionary of Greek

  • καταδίδημι — (Α) καταδηνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δίδημι, μεταπλασμένος τ. τού δέω (Ι), κατά τους αναδιπλασιασμένους ενεστ. σε μι (πρβλ. ἴ η μι, τί θη μι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”